- καπνῶν
- κάπνηfem gen plκαπνόςwith smokecoloured grapesmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπνεργατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους καπνεργάτες ή στην κατεργασία τών καπνών («καπνεργατικό ζήτημα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνεργατικά τα έξοδα τής κατεργασίας τών καπνών … Dictionary of Greek
Καβάλας, νομός — Νομός (2.111 τ. χλμ., 145.054 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Στα Δ συνορεύει με τον νομό Σερρών, στα Β με τον νομό Δράμας, στα Α με τον νομό Ξάνθης, ενώ προς τα Ν βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος (Θρακικό πέλαγος). Ο ν.Κ.… … Dictionary of Greek
Ξάνθης, νομός — Διοικητική διαίρεση της Θράκης. Καλύπτει το δυτικό τμήμα της. Συνορεύει στα Δ με τους νομούς Καβάλας και Δράμας, στα Β με τη Βουλγαρία και στα Α με τον νομό Ροδόπης, ενώ στα Ν βρέχεται από το θρακικό πέλαγος. Έχει έκταση 1793 τ. χλμ. και πληθυσμό … Dictionary of Greek
σμογκ — (smog). Διεθνής όρος που προέρχεται από τη σύντμηση των αγγλικών λέξεων smoke (=καπνός) και fog (=ομίχλη) και υποδηλώνει το φαινόμενο που εκδηλώνεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, όταν συνυπάρχουν μια υψηλή συγκέντρωση ρυπαντικών παραγόντων και μια… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek
καπνεμπόριο — το εμπόριο καπνών … Dictionary of Greek
καπνεργάτης — ο, θηλ. καπνεργάτις και καπνεργάτρια και καπνεργάτισσα αυτός που εργάζεται στα καπνά, ο ειδικός στην κατεργασία τών καπνών … Dictionary of Greek
λατάκια — Πόλη της Συρίας, η Λαοδίκεια της αρχαιότητας. Βλ. λ. Λαοδίκεια (η επί θαλάσση). * * * η (γεωπ.) ποικιλία ανατολικών καπνών ανώτερης ποιότητας που ξηραίνονται σε φωτιά από ξύλα κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. latakia… … Dictionary of Greek
μπάφρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 671 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται ανάμεσα στο Μπιζάνι και στη Λίμνη των Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολής. * * * η ποιότητα αρωματικών καπνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το… … Dictionary of Greek